- περιστεροτροφία
- η, Νεκτροφή περιστεριών για την οικονομική εκμετάλλευση τού κρέατος και τών φτερών τους ή για την εκπαίδευσή τους ως ταχυδρομικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστεροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.